ἀκανθοβόλος

ἀκανθοβόλος
ἀκανθο-βόλος, ον, ([etym.] βάλλω)
A prickly, χαίτη (of the plant ἔχις) Nic.Th.542;

ῥόδον Id.Fr.74.9

.
II Subst. ἀ., , surgical instrument for extracting a bone, prob. f.l. for sq., Paul.Aeg.6.32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκανθοβόλος — prickly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακανθοβόλος — ον (Α ἀκανθοβόλος) αυτός που βγάζει, που πετάει αγκάθια «ἀκανθοβόλον ῥόδον» (Νίκανδρος απ. 74, 9). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + βόλος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ἀκανθοβόλον — ἀκανθοβόλος prickly masc/fem acc sg ἀκανθοβόλος prickly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοβόλοιο — ἀκανθοβόλος prickly masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοβόλοις — ἀκανθοβόλος prickly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”